ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1


ΜΙΑ ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΗ ΜΕΛΕΤΗ ΤΩΝ ΝΕΩΝ
ΔΙΚΤΥΑΚΩΝ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΩΝ.
ΤΟ Α.Τ.Μ. , ΤΟ ΙPv6 ΚΑΙ Η ΔΙΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ
ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ.

 

 

Oρισμός Προβλήματος

Εισαγωγή

Κεφάλαια

Κεφάλαιo 1
Κεφάλαιo 2
Κεφάλαιo 3
Κεφάλαιo 4 Κεφάλαιo 5

Πηγές

Παραρτήματα

Βασικές Έννοιες

Παρατηρήσεις

Συγγραφέας

Καθοδήγηση

ATM


1.1 Εισαγωγικά

To ATM (Asynchronous Transfer Mode) γεννήθηκε στα εργαστήρια της A.T&T στη πόλη Νάπερβιλ του Ιλλινόϊς των ΗΠΑ το 1980, σαν μία
τεχνική μεταγωγής η οποία θα εξυπηρετούσε τη μετάδοση φωνής και δεδομένων με τη μορφή πακέτου. Το 1988 ο οργανισμός ITU-T (πρώην
CCITT) σε ένα συνέδριο στη Σεούλ της Ν.Κορέας εισήγαγε την ΑΤΜ τεχνολογία στο BISDN.

Το καθοριστικό γεγονός όμως στην ανάπτυξή του είναι η δημιουργία του ATM Forum το 1991,το οποίο αποτελούνταν στην αρχή από Cisco Systems NET/ADAPTIVE, North Telecom and Sprint. Το ΑΤΜ Forum προωθεί την
ανάπτυξη αυτής της τεχνολογίας βασιζόμενο πάντα στα επίσημα πρότυπα-κανόνες των ITU-T και ANSI.

Το ΑΤΜ είναι μια ενιαία μέθοδος για μεταφορά, πολυπλεξία και μεταγωγή (switching) πληροφορίας πολλών ειδών (data,video, audio) με υψηλές ταχύτητες μέσω ενός απλού μηχανισμού μετάδοσης και μεταγωγής (switching).

Το βασικό του χαρακτηριστικό που το κάνει να διαφέρει από τις άλλες τεχνολογίες που διαχειρίζονται δεδομένα (data) είναι η επεκτασιμότητά του από τα τοπικά δίκτυα LAN στα δίκτυα ευρείας περιοχής WAN καθώς και από τη backbone υποδομή ενός δικτύου στο desktop.

Το ATM Forum προωθεί το ΑΤΜ σαν το επόμενο βήμα στις Επικοινωνίες Δεδομένων (Data Communications) και στις Τηλεπικοινωνίες (video -voice communications).

Για να διαπιστώσουμε όμως τι παραπάνω προσφέρει το ΑΤΜ έναντι των Επικοινωνιών Δεδομένων και των Τηλεπικοινωνιών (ήχου,εικόνας) πρέπει πρώτα να γνωρίζουμε τα βασικά τους χαρακτηριστικά. Γι αυτό το λόγο στη παρακάτω ενότητα παραθέτονται οι βασικές αρχές αυτών των τεχνολογιών.

1.1.1 Οι βασικές τεχνολογίες μετάδοσης πληροφορίας (data -
video - audio) και το ΑΤΜ cell relay

Οι Επικοινωνίες Δεδομένων (Data Communication), που συνήθως εμπεριέχουν το Ethernet, Token Ring, FDDI, X.25 και το Frame Relay, χρησιμοποιούν μεταβλητού μεγέθους “πακέτα” με δεδομένα (data) για μετάδοση. Τα μεταβλητού μεγέθους πακέτα εκμεταλλεύονται καλύτερα τα κανάλια επικοινωνίας απ’ότι το TDM που ανήκει στις τηλεπικοινωνίες
(θα το συναντήσουμε παρακάτω).

H packet switching τεχνολογία χρησιμοποιεί connectionless LAN πρωτόκολλα τα οποία συνήθως παράγουν κίνηση πληροφορίας με ξεσπάσματα σε άτακτα χρονικά διαστήματα. Σε μία connectionless υπηρεσία, δεν υπάρχει προκαθορισμένη πορεία ή εγκατεστημένη σύνδεση πάνω στην οποία να μεταφέρεται η πληροφορία. Συνήθως τα πακέτα από μόνα τους περιέχουν την αναγκαία πληροφορία διευθυνσιοδότησης ώστε
να φτάσουν στο προορισμό τους χωρίς προηγούμενα να έχει δημιουργηθεί σύνδεση μεταξύ αποστολέα και παραλήπτη.

Οι κόμβοι (nodes) απλά μεταδίδουν δεδομένα (data) πάνω στο δίκτυο όποτε είναι απαιτούμενο, χωρίς να έχουν πρώτα εγκαταστήσει συγκεκριμένες συνδέσεις ή δρόμους με τον κόμβο παραλήπτη.

Αυτή η τακτική προσδίδει απροσδιόριστη καθυστέρηση ή λανθάνουσες καταστάσεις (latencies) στη διαδικασία μετάδοσης δεδομένων (data), γεγονός που χαρακτηρίζει τις τεχνολογίες data communication.

Οι τεχνολογίες των τηλεπικοινωνιών χρησιμοποιούν συνήθως circuit switching και μικρά με συγκεκριμένο μέγεθος frames για να μεταφέρουν φωνητική πληροφορία.

Η τεχνολογία TDM χρησιμοποιείται πιο συχνά για τη μετάδοση φωνητικής πληροφορίας.Η TDM εμπεριέχει τηλεπικοινωνιακά κανάλια τα οποία είναι τεμαχισμένα σε συγκεκριμένες περιόδους χρόνου ,τα frames (πλαίσια).

Αυτά τα πλαίσια είναι χωρισμένα ακόμα πιο περισσότερο σε μικρά ίσα κομμάτια τα slots.Σε κάθε χρήστη παραχωρούνται συγκεκριμένα slots ενός frame. Στο παρακάτω σχήμα παρατηρούμε ότι σ’ένα χρήστη μπορεί να ανήκουν περισσότερα από ένα slot στο ίδιο frame.

Τα slot που ανήκουν στο κάθε χρήστη παρουσιάζονται ακριβώς στον ίδιο συγκεκριμένο χρόνο σε κάθε frame. Επειδή λοιπόν τα slots είναι συγχρονισμένα το TDM αναφέρεται και ως Synchronous Transfer Mode. (STM)

Οι χρήστες μπορούν να έχουν πρόσβαση στο TDM τηλεπικοινωνιακό κανάλι μόνο όταν τα συγκεκριμένα slots που τους αναλογούν είναι διαθέσιμα. Έτσι όταν slot που αναλογεί στο χρήστη είναι διαθέσιμο τότε και μόνο τότε ο χρήστης θα στείλει πληροφορία, εάν αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει πληροφορία τότε το slot μένει αχρησιμοποίητο, καθώς επίσης δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν επιπλέον slot εάν το μέγεθος της πληροφορίας δεν χωρέσει στο slot, ακόμα και εάν αυτά τα slots είναι άδεια. Αποτέλεσμα του γεγονότος αυτού είναι κάποια καθυστέρηση μέχρι
η πληροφορία που απόμεινε να μεταφερθεί πάνω στο δίκτυο.

Με την εξέλιξη οι αναλογικοί μεταγωγείς αντικαταστάθηκαν απόψηφιακούς και με την ευρεία παρουσία των οπτικών ινών σαν μέσα μεταφοράς η απόδοση των τηλεπικοινωνιακών δικτύων αυξήθηκε δραματικά.

Παρ’ όλη όμως αυτή την βελτίωση αυτού του είδους τα δίκτυα είναι αναποτελεσματικά για την μεταφορά μη φωνητικής πληροφορίας (πολύ μεγάλο dedicate bandwidth).

ATM Cell Relay

H ATM cell relay τεχνολογία υποστηρίζει και τους τρεις τύπους πληροφορίας (data, φωνή και εικόνα) και απευθύνεται στις ανάγκες χρήσης των δημοσίων αλλά και ιδιωτικών δικτύων, για ευελιξία στις
εφαρμογές των επικοινωνιών, μεγαλύτερη ολοκλήρωση στις δικτυακές υπηρεσίες και προσαρμογή στις ανάγκες του μέλλοντος.

Το ΑΤΜ είναι μία connection-oriented υπηρεσία μετάδοσης data στην οποία η πληροφορία του χρήστη περνάει πάντα από την ίδια προεγκατεστημένη διαδρομή ή σύνδεση μεταξύ δύο τελικών σημείων του δικτύου. Οι ΑΤΜ μεταγωγείς έχουν ενσωματωμένες αυτόνομου τύπου τεχνικές δρομολόγησης (self-routing) για όλες τις cell relay λειτουργίες στο δίκτυο. Αυτό σημαίνει ότι το cell μπορεί να βρίσκει το δρόμο του, μέσα σε δικτυακή δομή από μεταγωγείς, αστραπιαία (on the fly) χρησιμοποιώντας πληροφορία δρομολόγησης που βρίσκεται στη κεφαλή (header) του cell.

Πάντως το γεγονός ότι το ΑΤΜ είναι connection-oriented τεχνολογία απαιτεί συγκεκριμένα ΑΤΜ πρωτόκολλα σηματοδοσίας (signaling) και δομές διευθυνσιοδότησης όπως επίσης και πρωτόκολλα για δρομολόγηση των ATM αιτήσεων για σύνδεση μέσα στο δίκτυο.

Όμως επειδή τα ΑΤΜ πρωτόκολλα δεν εξαρτώνται από ένα συγκεκριμένο ρυθμό μετάδοσης ή κάποιο φυσικό μέσο μεταφοράς, μια επικοινωνιακή εφαρμογή μπορεί να λειτουργήσει με την υπάρχουσα τεχνολογία του φυσικού επιπέδου (physical layer).

Ακόμα επειδή η μετάδοση των ATM cell είναι ασύγχρονης φύσης,
δεδομένα (data) που μπορούν να πάρουν μια καθυστέρηση γίνεται να ανακατευτούν με πληροφορία ευαίσθητη στη καθυστέρηση όπως ήχος και εικόνα.

Το συγκεκριμένο μέγεθος του cell το βοηθά να μετάγεται (switched) διαμέσου του δικτύου με μεγάλες ταχύτητες σε επίπεδο hardware χωρίς να δημιουργεί φόρτο που έχει σχέση με software όπως με τους παραδοσιακούς routers.

Στο ΑΤΜ η πρόσβαση στο επικοινωνιακό κανάλι είναι πολύ πιο ελαστική
απ’ ότι με το TDM. Κάθε ΑΤΜ χρήστης που χρειάζεται το επικοινωνιακό κανάλι μπορεί να έχει πρόσβαση οποτεδήποτε το κανάλι είναι διαθέσιμο. Επίσης στο ΑΤΜ δεν υπάρχει συγκεκριμένο χρονικό κομμάτι μέσω του οποίου έχει πρόσβαση ο χρήστης στο κανάλι όπως στο TDM. To ATM παρέχει “bandwidth on demand”.

Και στις τεχνολογίες που βασίζονται στο “πακέτο” (packet) όπως HDLC (High -Level Data Link Control), οποιοσδήποτε χρήστης μπορεί να κερδίσει πρόσβαση στο επικοινωνιακό κανάλι αλλά όταν ένας χρήστης στέλνει μεγάλα μηνύματα μπορεί να εμποδίσει τους άλλους χρήστες να έχουν πρόσβαση μέχρι να σταλεί όλο το μήνυμα.

Στο ΑΤΜ όμως κάθε μήνυμα είναι χωρισμένο σε πολύ μικρά ,
συγκεκριμένου μήκους cells τα οποία μπορούν να μεταφερθούν στο δίκτυο οποτεδήποτε ζητηθεί .Δεν γίνεται λοιπόν ένας χρήστης να μονοπωλεί το κανάλι αφήνοντας άλλους χρήστες σε αναμονή.

ΠΛΕΟΝΕΚΤΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΤΜ

Συγκεκριμένα λοιπόν το ΑΤΜ έχει τα παρακάτω πλεονεκτήματα:

Επάρκεια σε bandwidth Το ΑΤΜ μπορεί να υποστηρίξει αποτελεσματικά την αυξανόμενη ζήτηση σε μετάδοση σε ένα δίκτυο με τη διάθεση εύρους ζώνης (bandwidth) όποτε χρειαστεί (bandwidth on demand), σύμφωνα με τις άμεσες ανάγκες του χρήστη.

Επίσης το εύρος ζώνης του δικτύου κλιμακώνεται για τις μελλοντικές ανάγκες σε μεγαλύτερους ρυθμούς μετάδοσης καθώς και η παροχή εύρους ζώνης πραγματοποιείται χωρίς διαχειριστική παρέμβαση (εξωτερική παρέμβαση από administrator).

Κλιμακωτή τεχνολογία Το ΑΤΜ προσαρμόζεται σε κάθε επικοινωνιακή εφαρμογή και σε ένα μεγάλο πεδίο από ρυθμούς μετάδοσης. Τα ΑΤΜ interface πρότυπα υποστηρίζουν από χαμηλούς ρυθμούς μετάδοσης της τάξης των 1.5 Mbps έως και υψηλούς της τάξης των 2.4 Gbps.

Ανεξαρτησία στην εφαρμογή (Application transparency) Το μέγεθος ΑΤΜ cell είναι η συμβιβαστική λύση μεταξύ των μακριών πακέτων των data επικοινωνιών και των μικρών επαναλαμβανόμενων frame των εφαρμογών της φωνής. Λόγω των χαρακτηριστικών της ασύγχρονης μετάδοσης, το ΑΤΜ μπορεί να υποστηρίξει ρυθμούς μετάδοσης και ξαφνικό φόρτο(degree of burstiness) σύμφωνο με την τρέχουσα εφαρμογή και όχι με τους ρυθμούς μετάδοσης και το βαθμό ξαφνικού φόρτου του δικτύου. Με άλλα λόγια το ΑΤΜ προσαρμόζει το δίκτυο στις ανάγκες του χρήστη αντί να προσαρμόζει την εφαρμογή του χρήστη στα χαρακτηριστικά του δικτύου.

Το ΑΤΜ είναι αποτελεσματικό για data επικοινωνίες και τηλεπικοινωνίες για τους παρακάτω λόγους :

  • Προσφέρει ανεκτό χρόνο πρόσβασης
  • Υποστηρίζει τη διακίνηση μικρού ή μεγάλου μηνύματος
  • Παρέχει υψηλές ταχύτητες μετάδοσης
  • Παρέχει αυτόνομες διαδικασίες δρομολόγησης (self-routing) για διάφορους τύπους πληροφορίας
  • Υποστηρίζει νέες εφαρμογές data επικοινωνιών και τηλεπικοινωνιών.
  • Παρέχει εγγυημένη πρόσβαση (interval) για ήχο και εικόνα (video).
  • Μπορούν οι χρήστες να ορίσουν το επίπεδο και την ποιότητα της υπηρεσίας που θέλουν.
  • Παρέχει μηχανισμούς για το δίκτυο ώστε να αποφεύγεται η υπερφόρτωσή του.

Δικτυακά πλεονεκτήματα: Το ΑΤΜ είναι απλό, γρήγορο, cell-switching
τεχνολογία που η ικανότητα δρομολόγησης προέρχεται από την πληροφορία που κουβαλάει από μόνο του το ΑΤΜ cell.

Γι αυτό το λόγο μέσα στο ΑΤΜ δίκτυο δεν γίνεται καμία επεξεργασία των δεδομένων (data) πάνω από το επίπεδο του cell απλοποιώντας και αυξάνοντας την ταχύτητα και την αποτελεσματικότητα στη διακίνηση του μηνύματος. Επίσης με την δυνατότητα της αυτόνομης δρομολόγησης (self-routing) θεωρητικά μπορεί να συνδεθούν οποιοσδήποτε αριθμός συσκευών switching σε ένα ΑΤΜ δίκτυο.

1.1.2 Mια γενική άποψη λειτουργίας του ΑΤΜ δικτύου

Το ΑΤΜ δίκτυο αποτελείται από ένα σύνολο ΑΤΜ μεταγωγών διασυνδεόμενους με point-to-point ATM συνδέσεις ή interfaces.

Οι ΑΤΜ μεταγωγείς υποστηρίζουν δύο τύπους interfaces: το χρήστη- δίκτυο interface (user-network interfacea UNI) και το δίκτυο-δίκτυο interface (network-node ή network-network interface a NNI).

Το UNI συνδέει ΑΤΜ τελικά-συστήματα (end-systems) όπως δρομολογητές, συσκευές χρηστών, με ένα ΑΤΜ μεταγωγέα ενώ το ΝΝΙ συνδέει δύο ΑΤΜ μεταγωγείς μεταξύ τους.

Θεμελιώδης χαρακτηριστικό του ΑΤΜ δικτύου είναι connection oriented φύση του. Αυτό σημαίνει ότι ένα υποθετικό (virtual) κύκλωμα πρέπει να οργανωθεί κατά μήκος ενός ΑΤΜ δικτύου πριν από οποιαδήποτε μεταφορά δεδομένων.

Τα ΑΤΜ κυκλώματα είναι δυο τύπων:

  1. Virtual Paths τα οποία και αναγνωρίζονται από τα virtual path διακριτικά -VPI (βρίσκονται στο header του cell)
  2. Virtual Channels τα οποία αναγνωρίζονται από ένα συνδυασμό από VPI και virtual channel διακριτικά -VCI.

Ένα virtual path είναι ένα δέμα από virtual channels τα οποία κατά την μεταγωγή τους μέσα στο δίκτυο παραμένουν αμετάβλητα έχοντας πάντα κοινό το VPI. Όλα όμως τα VCI και VPI έχουν τοπική σημασία σε μια σύνδεση και αλλάζουν κατά το απαιτούμενο σε κάθε μεταγωγέα (switch).

Η βασική λειτουργία ενός ΑΤΜ μεταγωγέα είναι πολύ απλή και χωρίζεται στα εξής στάδια, πρώτα λαμβάνει το cell από μια σύνδεση γνωστού VCI ή VPI, έπειτα ελέγχει την τιμή της σύνδεσης στο τοπικό πίνακα (ο οποίος περιέχει αντιστοιχίες τιμών VCI,VPI με πόρτες) εξετάζει την τιμή της πόρτας εξόδου και τα καινούργια VCI,VPI της σύνδεσης και τέλος επαναμεταδίδει το cell με τα καινούργια VCI,VPI.

Η λειτουργία της μεταγωγής είναι τόσο απλή γιατί εξωτερικοί μηχανισμοί οργανώνουν τον πίνακα αντιστοίχησης πριν από την μεταβίβαση δεδομένων (data). Ο τρόπος που φτιάχνονται αυτοί οι πίνακες καθορίζει δύο θεμελιώδης κατηγορίες ΑΤΜ συνδέσεων:

  • Permanent Virtual Connections(PVC): Το PVC είναι μια σύνδεση που πραγματοποιείται από εξωτερικό μηχανισμό, συνήθως network management, κατά τον οποίο ένα σύνολο από μεταξύ της ΑΤΜ πηγής και του ΑΤΜ προορισμού έχουν προγραμματισθεί με τα κατάλληλα VCI/VPI. Τα PVC χρειάζονται ρύθμιση δια χειρός και αυτό κάνει άβολη και απαιτητική την χρήση τους.
  • Switched Virtual Connections(SVC): Το SVC είναι μια σύνδεση που πραγματοποιείται αυτόματα διαμέσου ενός πρωτοκόλλου σηματοδοσίας. Επειδή δεν χρειάζεται ρύθμιση με το χέρι είναι πιο εύχρηστο απ’ ότι το PVC και προτιμάται περισσότερο.

Όλη όμως αυτή η διαδικασία πραγματοποίησης συνδέσεων βασίζεται και στα πρωτόκολλα σηματοδοσίας και εξαρτάται από το είδος των
συνδέσεων (point -to point και point-to-multipoint).

Σε γενικές γραμμές έγινε μία αποτίμηση βασικών λειτουργιών ενός ΑΤΜ δικτύου. Παρακάτω θα μιλήσουμε αναλυτικά για τα βασικά μέρη και λειτουργίες του ΑΤΜ δικτύου.

Η λογική με την οποία θα εξετάσουμε το θέμα του ΑΤΜ δικτύου θα γίνει σε τρία επίπεδα:

1) Στη ροή της πληροφορίας από τα απάνω επίπεδα προς τα κάτω (ATM Adaptation layer, ATM layer, Physical layer, Cell)

2) Στο τρόπο που γίνονται οι συνδέσεις μέσω της σηματοδοσίας και η μεταγωγή της πληροφορίας(ATM signaling, ATM connection Types, ATM Switching, Virtual Channel-Virtual Path, Virtual Connection Switching- Virtual Path Switching, ATM UNI-NNI-PNNI, Addressing Scheme,QoS)

3) Στα πρωτόκολλα που χρησιμοποιούνται για την δρομολόγηση των δεδομένων: LANE, Native Protocols, MPOA.

1.2 ΑΤΜ Μοντέλο Αναφοράς

1.2.1 Η σχέση του ΑΤΜ με το πρότυπο OSI και το ΑΤΜ μοντέλο
αναφοράς

Πρώτα από όλα πρέπει να γίνει αντιληπτό σε ποια επίπεδα λειτουργιών απευθύνεται το ΑΤΜ σε σχέση με το OSI μοντέλο ώστε να εξηγηθεί στη συνέχεια η ροή της πληροφορίας.

Οι ΑΤΜ λειτουργίες οριοθετούνται στο επίπεδο 2 (data link layer) του μοντέλου OSI (International Standard Organization) το οποίο καθορίζει επτά επίπεδα.

Το μοντέλο του OSI

Το data link επίπεδο ασχολείται με την μετάδοση δεδομένων μεταξύ δύο σημείων στο δίκτυο.

Αυτό το επίπεδο δεν ασχολείται με την μετάδοση όλου του μηνύματος μεταξύ της πηγής και του προορορισμού γιατί αυτό είναι δουλειά του επιπέδου 3, μεταφέρει όμως κομμάτια του μηνύματος τα cells μεταξύ δύο σημείων. Αυτά τα σημεία δεν είναι απαραίτητο να είναι τελικά σημεία, όπως η πηγή του μηνύματος και ο προορισμός του αλλά μπορεί να είναι
ενδιάμεσα σημεία μεταξύ της πηγής και του προορισμού.

To ATM κατατάσσεται μέχρι το δεύτερο επίπεδο του OSI μοντέλου όμως το ίδιο αποτελείται από τρία επίπεδα λειτουργίας:

1) ATM adaptation layer (AAL)

2)ATM layer

3)ΑΤΜ physical layer

Η σχέση των ΑΤΜ Επιπέδων Λειτουργίας με το μοντέλο OSI

 

Το συνολικό όμως μοντέλο αναφοράς πρωτοκόλλων ΑΤΜ διαφέρει από την φιλοσοφία του OSI γιατί εκτός από τα παράλληλα επίπεδα υπάρχουν και κάθετα σε αυτά. (βλέπε παρακάτω σχήμα)

ΑΤΜ Μοντέλο Αναφοράς

Οι λειτουργίες των κάθετων επιπέδων συνοψίζονται παρακάτω:

  • User plane –Φροντίζει για την μεταφορά πληροφορίας των χρηστών (end -user) διαμέσου του δικτύου. Αυτό το επίπεδο έχει πρώτα από όλα σχέση με το ΑΤΜ layer και το physical layer, επίπεδα πιο σημαντικά για να πραγματοποιήσουν το cell relay σε ένα ΑΤΜ δίκτυο.
    Ασχολείται όμως και με το ΑΤΜ adaptation layer και με το higher layer protocol.
  • Control Plane –Φροντίζει για την ανταλλαγή πληροφορίας σηματοδοσίας μεταξύ ΑΤΜ τελικών σημείων (αποστολέα και παραλήπτη ΑΤΜ δεδομένων) ώστε να πραγματοποιηθούν οι ρυθμίσεις για την σύνδεση (connection setup).To Control Plane παρέχει επίσης λειτουργίες βασικές για τις υπηρεσίες μεταγωγής. Μετέχει στις διαδικασίες σηματοδοσίας και δρομολόγησης απαραίτητες για τη διευθέτηση (set-up), διαχείριση και την αποδέσμευση συνδέσεων τύπου SVCs (switched virtual connection) μεταξύ δύο σημείων (peer) στο δίκτυο. Ακόμα το Control Plane μοιράζεται με το User Plane τις διευκολύνσεις που παρέχουν το ATM Layer και Physical Layer.
  • Management Layer—Έχει λειτουργικό και διαχειριστικό χαρακτήρα και την δυνατότητα να ανταλλάσσει πληροφορία μεταξύ του user plane και control plane.Το management plane πραγματοποιεί δύο βασικές λειτουργίες:

      1)layer management, για συγκεκριμένες λειτουργίες όπως η ανίχνευση αποτυχίας και δυσλειτουργίας των πρωτοκόλλων στα layer

      2)plane management, για διαχείριση και συντονισμό όλων των λειτουργιών του ΑΤΜ οικοδομήματος.

Οι λειτουργίες των παράλληλων επιπέδων συνοψίζονται παρακάτω:

  • Higher layer application and protocols—Είναι τα επίπεδα πάνω από το ATM adaptation layer (AAL) που έχουν σχέση με συγκεκριμένες επικοινωνιακές εφαρμογές που οι χρήστες έχουν διαλέξει να αναπτύξουν στο δικτυακό περιβάλλον του ΑΤΜ, όπως TCP/IP, OSI, Advanced Peer-to-Peer Networking APPN κ.α.
  • ΑΤΜ adaptation layer (AAL)—Αυτό το επίπεδο τροποποιεί τα δεδομένα που έρχονται από τα παραπάνω επίπεδα σε ΑΤΜ cell. Επίσης απομονώνει τα πρωτόκολλα των ανώτερων επιπέδων από τις διεργασίες του ΑΤΜ.
  • ATM layer—Αυτό το επίπεδο παρέχει την ΑΤΜ cell relay υπηρεσία για το δίκτυο. Επίσης παραδίδει στο φυσικό επίπεδο τα ΑΤΜ cell για την μεταφορά τους μέσα στο δίκτυο.
  • Physical layer—Αυτό το επίπεδο περνάει τα ΑΤΜ cells που έρχονται από το ΑΤΜ layer στο φυσικό μέσο μετάδοσης και ανάποδα ανάλογα με την κατεύθυνση της ροής της πληροφορίας.

1.2.2 ΑΤΜ Cell

Πρωταρχικό στοιχείο του ΑΤΜ οικοδομήματος είναι το ΑΤΜ Cell. Πριν αναλύσουμε διεξοδικά την ροή της πληροφορίας στο ΑΤΜ δίκτυο θα κάνουμε την παρουσίασή του.

Το ΑΤΜ cell είναι η πρότυπη μονάδα μετάδοσης για όλες τις cell relay υπηρεσίες στο ΑΤΜ δίκτυο. Είναι σταθερού μήκους και αποτελείται από δύο μέρη, την κεφαλή (header) μήκους 5 byte και το κυρίως μέρος (payload) μήκους 48.


Η κεφαλή περιέχει απαραίτητη πληροφορία για την δρομολόγηση του cell μέσα στο δίκτυο και του εξασφαλίζει την άφιξη στο προορισμό του.Τα 5 πρώτα bytes είναι και αυτά χωρισμένα σε περιοχές που περιέχουν πληροφορία αναγνώρισης, ελέγχου, προτεραιότητας και δρομολόγησης. Τα υπόλοιπα 48 περιέχουν την ωφέλιμη πληροφορία του ΑΤΜ cell.Τα ΑΤΜ cells μεταδίδονται σειριακά μέσα στο δίκτυο, αρχίζοντας από το όγδοο bit στο πρώτο byte της κεφαλής του cell.

Παρακάτω εικονίζεται η κεφαλή ενός UNI ATM cell.

Βάζοντας τα δεδομένα σε σταθερού μήκους cells γίνεται εφικτή η χρήση μέσων μετάδοσης υψηλών ταχυτήτων (όπως Τ3, Ε3και OC3 trunk), γιατί τα σταθερού μήκους cells μπορούν να επεξεργασθούν hardware μειώνοντας ή
εξαλείφοντας έτσι την καθυστέρηση στη μετάδοσή τους.

Ένα άλλο πλεονέκτημα που έρχεται από την χρήση σταθερού μήκους cell για την διαχείριση δεδομένων όσον αφορά τη μετάδοση τους είναι ότι ένα ΑΤΜ δίκτυο μπορεί να αντιμετωπίσει την ταυτόχρονη μετάδοση πληροφορίας ευαίσθητη στην καθυστέρηση με πληροφορία που έχει ξεσπάσματα στη ροή της. Μπορεί δηλαδή να παρέχει στον ίδιο χρόνο υπηρεσία μετάδοσης σε οποιουδήποτε τύπου πληροφορίας.

Η δομή ενός ΑΤΜ Cell είναι η ίδια για όλο το δίκτυο εκτός μια μικρής παραλλαγής στη κεφαλή μεταξύ του ATM UNI cell και ATM NNI cell.

1.2.3 Eπεξεργασία ΑΤΜ δεδομένων

Η μετατροπή των δεδομένων της εφαρμογής (data, video και voice) σε cells και το ανάποδο, πραγματοποιείται στο επίπεδο 2 (data link) του OSI μοντέλου το οποίο στο ΑΤΜ αποτελείται από δύο επίπεδα:

1)ΑΤΜ adaptation layer (AAL)

2)ATM layer

Από τη στιγμή που τα δεδομένα έχουν την μορφή ΑΤΜ cells μεταβιβάζονται στο φυσικό επίπεδο για την μεταφορά τους στο δικτύου η οποία γίνεται από το φυσικό μέσο και τους ΑΤΜ μεταγωγείς.

Το παρακάτω σχήμα δείχνει μια απεικόνιση της πορείας που ακολουθoύν τα δεδομένα.


1.2.4 ΑΤΜ Αdaptation Layer

Σε αυτό το κεφάλαιο θα αναφερθούν οι τάξεις διακίνησης πληροφορίας και οι αντίστοιχοι τύποι του ΑΤΜ adaptation layer καθώς και οι διαδικασίες που γίνονται για την επεξεργασία των δεδομένων εντός του AAL.

Οι τάξεις υπηρεσιών της διακίνησης πληροφορίας οι οποίες και κληρονομήθηκαν από το BISDN είναι οι εξής:

  • Class A όπου χρησιμοποιείται το ΑΤΜ adaptation layer 1 (AAL1)
  • Class B όπου χρησιμοποιείται το ΑΤΜ adaptation layer 2 (AAL2)
  • Class C όπου χρησιμοποιείται το ΑΤΜ adaptation layer 3/4 (AAL3/4)
  • Class D όπου χρησιμοποιείται το ΑΤΜ adaptation layer 5 (AAL5)

Οι υπηρεσίες που παρέχουν οι τύποι του AAL εξαρτώνται από τα ανώτερα επίπεδα και τις εφαρμογές των χρηστών. Δηλαδή κάθε τύπος του AAL παρέχει συγκεκριμένες υπηρεσίες για συγκεκριμένο είδος διακίνησης πληροφορίας (Class). Αυτό όμως δεν είναι απόλυτο γιατί πολλές φορές το AAL5 διαχειρίζεται πληροφορία Class B και το AAL1 διαχειρίζεται πληροφορία Class C.

1.2.4.1 Xαρακτηριστικά καθορισμού των τάξεων διακίνησης (Classes)

Χρονική σχέση (εξάρτηση) μεταξύ των δύο επικοινωνούντων
σημείων

Μερικές ΑΤΜ μεταδόσεις απαιτούν κάποια χρονική σχέση μεταξύ των επικοινωνούντων σημείων.Για παράδειγμα στη 64-Kbps PCM μετάδοση φωνής υπάρχει μία συγκεκριμένη χρονική σχέση μεταξύ της πηγή της πληροφορίας και του προορισμού, με αποτέλεσμα την άμεση μετάδοση πληροφορίας (real time). Αντιθέτως η απλή μεταφορά δεδομένων μεταξύ δύο χρηστών ενός δικτύου δεν βασίζεται σε ειδική χρονική σχέση.

Bit rate
Μερικές υπηρεσίες μετάδοσης παρέχουν σταθερό bit rate, ενώ άλλες παρέχουν μεταβλητό.

Τρόπος σύνδεσης (Connection Mode)
H μετάδοση είναι είτε connection oriented είτε connectionless.

Πίνακας AAL τύποι και τα αντίστοιχα είδη μετάδοσης πληροφορίας

Τύπος ΑΑL

Χρονική Σχέση

Τρόπος
σύνδεσης

Bit Rate

Περιγραφή
Υπηρεσίας
Μετάδοσης

AAL1

(Class A)

Σύγχρονη

Connection-
oriented

Σταθερό

Παρέχει circuit emulation και υπηρεσίες video
με σταθερό bit rate
που ξεκινά από
μερικά kilobits και φτάνει στα 10
megabits. Αυτή η υπηρεσία
στηρίζεται σε
συνεχές αναλογικό σήμα.

Τύπος ΑΑL

Χρονική Σχέση

Τρόπος
σύνδεσης

Bit Rate

Περιγραφή
Υπηρεσίας
Μετάδοσης

AAL2

(Class B)

Σύγχρονη

Connection-
oriented

Μεταβλητό

Παρέχει υπηρεσίες μετάδοσης φωνής/video
έχοντας μεταβλητό
bit rate. Υπάρχει συγχρονισμός
μεταξύ αποστολέα
και παραλήπτη
στη μετάδοση δεδομένων.

AAL3/4

(Class C)

Ασύγχρονη

Connection-
oriented

Μεταβλητό

Παρέχει point-to-
point ή point -to -multipoint ATM c
ell relay, κάνοντας συνδέσεις “on the
fly” μεταξύ αποστολέα-
παραλήπτη. Διαχειρίζεται διαφορετικά είδη πληροφορίας (data, voice, video) την οποία μέσω των ΑΤΜ cell μεταφέρει σε δίκτυα LAN -WAN. Έχει απώλεια σε δεδομένα (data loss) αλλά δεν υπάρχει καθυστέρηση.

AAL5

(Class D)

Ασύγχρονη

Connectionless

Μεταβλητό

Παρέχει πολύ υψηλών ταχυτήτων μεταγωγή πακέτων, υπηρεσίες μετάδοσης (LAN)
ή Frame Relay (WAN) στις οποίες τα packets/frames φέρουν την απαραίτητη πληροφορία διευθυνσιοδότησης για την αποστολή στο προορισμό τους χωρίς προηγουμένως να πραγματοποιηθούν συνδέσεις μεταξύ αποστολέα και παραλήπτη.

1.2.4.2 Λειτουργίες του ΑΤΜ Αdaptation Layer

Το ΑΤΜ adaptation layer αποτελεί τον σύνδεσμο μεταξύ των πρωτοκόλλων των ανώτερων επιπέδων και του ΑΤΜ layer. Η βασική του λειτουργία είναι ο τεμαχισμός και η επανασύσταση των μονάδων δεδομένων (data units) των ανωτέρων επιπέδων καθώς και η αντιστοίχηση τους σε συγκεκριμένου μήκους ωφέλιμο φορτίο (payload) στα ATM cells.

Το AAL μπορεί να χαρακτηριστεί ως ο πιο ουσιώδες μηχανισμός στην αρχιτεκτονική του ΑΤΜ. Έχει την ικανότητα να διαχειρίζεται διαφορετικούς τύπους πληροφορίας όπως συνεχής φωνή παραγόμενη από video-conferencing εφαρμογή ή μηνύματα μεγάλου και ξαφνικού φόρτου που παράγονται στα LAN και να τα μετατρέπει στην ίδια μορφή δεδομένων ,το ΑΤΜ cell.

Διαφορετικοί τύποι AAL διαχειρίζονται διαφορετικά είδη πληροφορίας, όλοι όμως καταλήγουν στην ίδια “συσκευασία” των 48-Bytes που αποτελεί και το ωφέλιμο φορτίο του ATM cell.

Σημαντική παρατήρηση είναι ότι το AAL δεν αποτελεί δικτυακή διαδικασία αλλά η λειτουργία του λαμβάνει μέρος στον εξοπλισμό του χρήστη. Συνεπώς το AAL απελευθερώνει το δίκτυο από την εξειδικευμένη διαχείριση των διαφορετικών ειδών πληροφορίας.

Το παρακάτω παράδειγμα δείχνει την ροή των ΑΤΜ δεδομένων σ’ένα δίκτυο.

Οι χρήστες Α και C είναι συνδεμένοι απευθείας στο δίκτυο διαμέσου των ΑΤΜ interfaces, έτσι κάνουν την AAL επεξεργασία εσωτερικά. Το δίκτυο δεν πραγματοποιεί AAL επεξεργασία για αυτούς τους χρήστες.Όμως για τους χρήστες B και D οι οποίοι είναι συνδεμένοι με ethernet interfaces με τους κόμβους 1 και 2 αντίστοιχα την AAL επεξεργασία την πραγματοποιούν οι κόμβοι. Αυτό συμβαίνει γιατί ουσιαστικά οι χρήστες αυτοί δεν αποτελούν μέρος του ΑΤΜ δικτύου αλλά επικοινωνούν με αυτό μέσω των ΑΤΜ interfaces των κόμβων.Παρατηρούμε ότι ο κόμβος 3 που αποτελεί αυθεντικό κομμάτι του ΑΤΜ δικτύου είναι ανεξάρτητος από AAL διαδικασίες.Το AAL επιτελεί εσωτερικά δύο κύριες λειτουργίες που χαρακτηρίζουν και τα δύο υπό-επίπεδα (sublayers):

1)Τη λειτουργία σύγκλισης που ανήκει στο υπό-επίπεδο CS (convergence sublayer)

2)Τη λειτουργία τεμαχισμού και επανασύστασης που ανήκει στο υπό-επίπεδο SAR (segmentation and reassembly sublayer).

Ο σκοπός των δύο αυτών υπό-επιπέδων είναι η μετατροπή των δεδομένων του χρήστη σε 48-Βytes ωφέλιμο φορτίο του cell υποστηρίζοντας την ακεραιότητα και την ταυτότητα των δεδομένων του χρήστη.

1.2.5 ATM Layer

Το ATM επίπεδο έχει σχεδιαστεί ώστε να κάνει το ΑΤΜ δίκτυο πιο αξιόπιστο, πιο προσαρμοστικό και πιο φιλικό στο χρήστη από τους άλλους τύπους δικτύων.

Ασχολείται με την μετάδοση δεδομένων μεταξύ δύο γειτονικών σημείων, φέρνει στη μορφή των 53-Bytes cell τα δεδομένα και καθορίζει το περιεχόμενο της κεφαλής του ATM cell.

Το ΑΤΜ Layer εκτελεί τις εξής λειτουργίες:

1)Μεταβιβάζει τα εξερχόμενα ΑΤΜ cells από το AAL στο φυσικό επίπεδο
ώστε να μεταφερθούν μέσω του δικτύου στο τελικό ΑΤΜ σημείο προορισμού.

2)Μεταβιβάζει τα εισερχόμενα ΑΤΜ cells από το φυσικό επίπεδο στο AAL κάθε φορά που λαμβάνονται cells από ένα τελικό ΑΤΜ σημείο “πηγή”.

Ουσιαστικά το ΑΤΜ επίπεδο κάνει cell πολυπλεξία, δημιουργεί την κεφαλή του cell ή την απομακρύνει και μεταφράζει τις τιμές των VPI/VCI. Παρ’όλο που οι ΑΤΜ λειτουργίες είναι γενικά ομοιόμορφες σ’όλο το δίκτυο ωστόσο εξαρτώνται από το εάν το ΑΤΜ layer βρίσκεται εντός ενός ΑΤΜ τελικού σημείου ή εντός ενός ΑΤΜ switch.

Για παράδειγμα, το ΑΤΜ layer πρέπει να δημιουργήσει ή να απομακρύνει τις κεφαλές των ATM cells όταν πρόκειται για τελικό σημείο του δικτύου (δηλαδή σημείο προορισμού ή πηγής). Όταν όμως πρόκειται για μεταγωγέα το ΑΤΜ layer πρέπει συγχρόνως να πολυπλέξει (multiplex/demultplex )τα ΑΤΜ cells που ανήκουν σε αρκετές διαφορετικές συνδέσεις και να εξετάσει τα VPI/VCI της κεφαλής ώστε να τα δρομολογήσει στον επόμενο προορισμό.

Σε ένα ΑΤΜ τελικό σημείο πηγής, το ΑΤΜ layer ανταλλάσσει μια ροή από cells με το φυσικό επίπεδο, εάν δεν έχει πληροφορία από τα ανώτερα επίπεδα να βάλει τότε εισάγει αδρανή cells ή κενά τα οποία χρειάζονται σύμφωνα με τις QoS (Quality of Service) παραμέτρους. Από τα cells τα οποία εισάγονται μέσω του φυσικού επιπέδου στο ΑΤΜ επίπεδο, προωθούνται μόνο τα 48-Bytes ωφέλιμο φορτίο του cell στο AAL μαζί με κάποιες παραμέτρους όπως τη PTI (payload type indicator) εάν κατά την πορεία τους τα cells βρέθηκαν σε συνωστισμό και CLP (cell loss priority) εάν τα cells ακολουθούν κάποια κυκλοφοριακή πολιτική (leaky bucket algorithm).

Επίσης το ATM επίπεδο:

  • Παρέχει λειτουργίες διαχείρισης στη κυκλοφορία των cells.
  • Έχει μηχανισμούς για επαρκή buffering και αντιμετώπισης των
    κυκλοφοριακών συμφορήσεων.

1.2.6 Φυσικό Επίπεδο (Physical Layer)

Το επόμενο βήμα από την μεταβίβαση των cells από το ATM Layer στο φυσικό τους επίπεδο είναι η τοποθέτησή τους στο φυσικό μέσο μετάδοσης, όπως οι οπτικές ίνες (εάν πρόκειται για μετάδοση σε απόσταση) ή το ομοαξονικό καλώδιο και το UTP (για τοπική μετάδοση). Οι διαδικασίες που πραγματοποιούνται σε αυτό το βήμα υπάγονται σε δύο υπο-επίπεδα (sublayers) του φυσικού επιπέδου τα οποία είναι: το TC (transmission convergence) υπο-επίπεδο και το PMD (physical medium dependent) υπο-επίπεδο.

  • Το TC υπο-επίπεδο μετατρέπει τη ροή των cells σε ροή πληροφορίας (bits) που μπορεί να μεταφερθεί από το φυσικό μέσο
  • Το PMD υπο-επίπεδο είναι ουσιαστικά υπεύθυνο για την πραγματική μετάδοση των δεδομένων στο φυσικό μέσο και γι' αυτό οι λειτουργίες του είναι εξαρτημένες από το φυσικό μέσο που χρησιμοποιείται για την μεταφορά.

Το φυσικό επίπεδο ουσιαστικά παρέχει στο ΑΤΜ επίπεδο πρόσβαση στο φυσικό μέσο μετάδοσης. Όμως το ΑΤΜ επίπεδο δεν εξαρτάται από κάποιο συγκεκριμένο τύπο φυσικού μέσου μετάδοσης αλλά μπορεί να συνεργαστεί με διάφορα φυσικά interfaces και μέσα μετάδοσης από τα οποία το πιο αξιόλογo είναι η μετάδοση μέσω οπτικών ινών που καθορίζεται από τα πρότυπα του Synchronous Optical Network (SONET).

1.2.6.1 SONET - Ένας υψηλής ταχύτητας οπτικό μέσο μετάδοσης

Το SONET αναπτύχθηκε από την Bellcore και έγινε πρότυπο το 1988 αφού πρώτα η χρήση του για την μεταφορά δεδομένων στο BISDN δίκτυο ήταν αρκετά διαδεδομένη. Το πρότυπο καθορίζει μια ομάδα από ρυθμούς μετάδοσης (data rate) και προδιαγραφές framing για την μετάδοση δεδομένων χρησιμοποιώντας οπτικό σήμα πάνω από καλώδια οπτικών ινών.

Οι ρυθμοί μετάδοσης και οι προδιαγραφές του framing αναφέρονται στο SONET σαν Synchronous Transport Signal (STS-n) στάθμες (levels), ενώ οι οπτικές προδιαγραφές αναφέρονται σαν Optical Carrier (OC-n) levels.

Το n στο STS-n δείχνει πόσες φορές είναι πολλ/σιο του πρώτου level δηλαδή έχοντας καθορίσει το STS-1 να είναι 51.84 Mbps τότε το STS-3 είναι 3x51.84=155.52 Mbps.

Οι ρυθμοί μετάδοσης κυμαίνονται από το STS-1 στα 51.84 έως STS-48 στα
2.5 Gbps με δυνατότητα για ακόμα πιο υψηλούς.

Οι OC προδιαγραφές αναφέρονται στο τύπο του οπτικού καλωδίου και στην ισχύ του οπτικού σήματος και το n ακολουθεί αυτό του STS. Έτσι στο STS-3 αντιστοιχεί το OC-3.

Μεταφέροντας ΑΤΜ cells σε SONET frames γίνεται εφικτή από τα LAN και WAN δίκτυα η χρήση των ίδιων ρυθμών μετάδοσης δεδομένων (data rate) και προδιαγραφών framing ολοκληρώνοντας έτσι την διαδικτύωση μεταξύ των γεωγραφικά ανόμοιων LAN και WAN περιοχών που χρησιμοποιούσαν διαφορετικούς ρυθμούς μετάδοσης.

Το SONET χρησιμοποιείται πιο πολύ στην Αμερική (ANSI-πρότυπο) ενώ στην Ευρώπη το αντίστοιχο πρότυπο είναι το SDH (ITU-T πρότυπο) το οποίο είναι σχεδόν ίδιο με το SONET. Το SDH μεταδίδει σε ρυθμούς μετάδοσης από 155.520 Mbps (STM-1) έως 2.5 Gbps (STM-16) και υψηλότερα.

Πίνακας αντιστοιχίας ρυθμών μετάδοσης SONET—SDH

SONET1

SDH ισοδύναμο

STS-3c2

STM-12

STS-12c

STM-4c

STS-48c

STM-16c


1.3 Πως γίνονται και πως λειτουργούν οι ΑΤΜ συνδέσεις

1.3.1 Διευθέτηση της σύνδεσης και ΑΤΜ σηματοδοσία

Το ΑΤΜ είναι connection-oriented cell relay τεχνολογία μετάδοσης δεδομένων η οποία απαιτεί την πραγματοποίηση της σύνδεσης μεταξύ δύο ή περισσοτέρων σημείων πριν την μετάδοση των δεδομένων. Η ΑΤΜ σηματοδοσία είναι ο μηχανισμός δημιουργίας συνδέσεων μεταξύ τελικών σημείων διαμέσου του ΑΤΜ δικτύου.

Για να επιτευχθεί η σύνδεση, πακέτα σηματοδοσίας στέλνονται από το σημείο της πηγής στο σημείο προορισμού μέσω ενός virtual channel (υποθετικού καναλιού)το οποίο χρησιμοποιείται αποκλειστικά και μόνο για διαδικασίες ΑΤΜ σηματοδοσίας.

Όλοι οι μεταγωγής σε ένα ΑΤΜ δίκτυο είναι ρυθμισμένοι να δέχονται κάθε πακέτο σηματοδοσίας από το αποκλειστικό υποθετικό κανάλι σηματοδοσίας. Μόλις λάβουν οι μεταγωγείς τέτοιο πακέτο ξεκινούν μια εσωτερική διαδικασία προώθησης της αίτησης για πραγμάτωση της σύνδεσης διαμέσου του δικτύου.

Το μήνυμα της σηματοδοσίας δρομολογείται από μεταγωγέα σε μεταγωγέα κτίζοντας έτσι ένα “διάδρομο” έως ότου φτάσει στο τελικό σημείο του προορισμού. Το τελικό σημείο μπορεί είτε να δεχθεί είτε να απορρίψει την αίτηση σύνδεσης. Εάν η αίτηση σύνδεσης γίνει αποδεκτή τότε αρχίζει ροή δεδομένων από τη πηγή στο προορισμό μέσω του νέο-εγκατεστημένου διαδρόμου. Εάν όμως όμως η αίτηση σύνδεσης απορριφθεί τότε παύει και η
ύπαρξη του “διαδρόμου”.

ΔΙΑΣΥΝΔΕΣΗ ΜΕΣΩ ΑΤΜ ΣΗΜΑΤΟΔΟΣΙΑΣ

1.3.1.1 Τύποι σύνδεσης

Οι τρόποι σύνδεσης μεταξύ σημείων σε ένα ΑΤΜ δίκτυο είναι δύο ειδών:

  • Point-to-point –Συνδέει δύο ΑΤΜ τελικά σημεία. Τέτοιες συνδέσεις είναι διπλής κατεύθυνσης σε λειτουργία και απαιτούν την πραγματοποίηση δύο υποθετικών καναλιών (virtual channel) για να ολοκληρωθεί ο διάδρομος μετάδοσης μεταξύ των δύο επικοινωνούντων σημείων.
  • Point-to-multipoint—Συνδέει ένα ΑΤΜ τελικό σημείο (το οποίο ονομάζεται root- ρίζα) με πολλά τελικά σημεία (leafs-φύλλα-
    Τοπολογία δέντρου). Η μετάδοση των δεδομένων γίνεται από ένα ΑΤΜ μεταγωγέα σε μία σύνδεση που χωρίζεται σε δύο ή περισσότερους κλάδους. Τέτοιου είδους συνδέσεις είναι μονής κατεύθυνσης επιτρέποντας στη ρίζα να μεταδίδει δεδομένα προς τα φύλλα ενώ τα φύλλα δεν μπορούν να μεταδώσουν δεδομένα ούτε στη ρίζα αλλά ούτε μεταξύ τους.

1.3.2 ΑΤΜ Μεταγωγή

Η ΑΤΜ τεχνολογία χρησιμοποιεί μια τεχνική μεταγωγής για δυναμική δρομολόγηση και μεταφορά του cell στο ΑΤΜ δίκτυο. Αυτό γίνεται μέσα από την:

  1. εγκατάσταση υποθετικών καναλιών VC (virtual channel) και συνδέσεων υποθετικών καναλιών.
  2. εγκατάσταση υποθετικών διαδρομών VP (virtual paths) και συνδέσεων υποθετικών διαδρομών.
  3. εκτέλεση virtual channel και virtual path μεταγωγή.

Η ΑΤΜ τεχνικές μεταγωγής βασίζονται στα δύο πεδία που περιέχει η κεφαλή του ΑΤΜ cell, δηλαδή στο VPI (Virtual Path Identifier) και VCI (Virtual Channel Identifier).

Αυτά τα πεδία παρέχουν την απαραίτητη πληροφορία για τη δημιουργία της σύνδεσης και για τη δρομολόγηση δεδομένων έτσι ώστε τα ΑΤΜ cells να μεταφέρονται διαμέσου αρκετών κόμβων του δικτύου στο τελικό προορισμό.

Ουσιαστικά το ΑΤΜ λειτουργεί ως εξής:

1. Ένας μεταγωγέας διαβάζει ένα εισερχόμενο ΑΤΜ cell που φτάνει σε μία συγκεκριμένη πόρτα και το οποίο έχει σταλεί από έναν άλλο μεταγωγέα του δικτύου. Το εισερχόμενο cell περιέχει πληροφορία δρομολόγησης στα δύο πεδία VCI και VPI.

2. Η συσκευή που δέχεται το cell χρησιμοποιεί το συνδυασμό τηςπόρτας εισόδου και της πληροφορία των VCI/VPI πεδίων για να καθορίσει ποια θα είναι η επόμενη πορεία του. Ο μεταγωγέας ενεργεί κατά αυτό το τρόπο με βάση τον εσωτερικό του πίνακα όπου περιέχονται οι αντιστοιχίες των ζευγών μεταξύ πορτών εισόδου-πεδία VCI/VPI και πορτών εξόδου-πεδία VPI/VCI.

3. Ο μεταγωγέας αντικαθιστά τα εισερχόμενα VCI/VPI με τα εξερχόμενα VCI/VPI και στέλνει το ΑΤΜ cell μέσω της πόρτα εξόδου στην επόμενη συσκευή μεταγωγής. Δηλαδή κατά την έξοδο του από ένα μεταγωγέα, το cell έχει καινούργιες τιμές στα πεδία VCI/VPI που χρησιμοποιούνται για λόγους δρομολόγησης της επόμενης ΑΤΜ σύνδεσης.

4. Ο επόμενος μεταγωγέας που δέχεται το cell το εξετάζει και κάνει την αντιστοίχηση μεταξύ των ζευγών μεταξύ πορτών εισόδου-πεδία VCI/VPI και πορτών εξόδου-πεδία VPI/VCI.

5. Και η διαδικασία συνεχίζεται έως ότου το ΑΤΜ cell φτάσει στο τελικό του προορισμό.

Η πορεία ενός ΑΤΜ cell διαμέσου ενός μεταγωγέα

Η ολοκλήρωση των λειτουργιών της μεταφοράς των cells μέσω της ΑΤΜ τεχνολογίας βασίζεται στις δικτυακές κατασκευές που ονομάζονται VCCs (Virtual channel Connections) και VPs (Virtual Paths).

1.3.3 Virtual Channels και Virtual Channel Connections

Επειδή η τεχνολογία ΑΤΜ είναι connection-oriented καμία πληροφορία δεν μπορεί να μεταφερθεί από ένα τελικό σημείο σε ένα άλλο εάν πρώτα δεν έχει δημιουργηθεί μεταξύ τους σύνδεση.Το Virtual Channel (υποθετικό κανάλι ) είναι ένα λογικό κύκλωμα που εξασφαλίζει αξιόπιστη επικοινωνία μεταξύ δύο σημείων σ’ένα ΑΤΜ δίκτυο. Ένα virtual channel προσδιορίζεται από τον συνδυασμό των πεδίων VPI και VCI της κεφαλής του ΑΤΜ cell.
Το VCC (Virtual Channel Connections) αποτελεί την σύνδεση μεταξύ δύο τελικών κόμβων του δικτύου που έχουν ροή δεδομένων μεταξύ τους. Αυτού του είδους οι συνδέσεις γίνονται όταν χρειάζονται (on demand),γεγονός που είναι σύνηθες για υπηρεσία ΑΤΜ μεταγωγής σε ένα ιδιωτικό δίκτυο. Στα δημόσια δίκτυα αυτές οι συνδέσεις έχουν προβλεφτεί ποιες θα είναι και συνήθως φτιάχνονται προκαταβολικά.



Όλη η επικοινωνία μεταξύ δύο τελικών σημείων σε ένα ΑΤΜ δίκτυο μπορεί να πραγματοποιηθεί διαμέσου του VCC. Αυτού του είδους η σύνδεση προστατεύει την σειρά μεταξύ των ΑΤΜ cells κατά την μεταφορά τους μεταξύ δύο τελικών σημείων και εγγυάται κάποιο βαθμό ποιοτικής υπηρεσίας QoS. Τα ΑΤΜ cells όμως μπορούν να μεταφερθούν και μέσα σε υποθετικές διαδρομές (virtual paths) VPs.

1.3.3.1 Virtual Paths και Virtual Path Connections

Ένα virtual path (VP) είναι μία δέσμη από virtual channels η οποία κατευθύνεται σ’ένα ΑΤΜ τελικό σημείο. Το VP είναι σαν ένας σωλήνας που περιέχει μία ομάδα από υποθετικές συνδέσεις μεταξύ δύο θέσεων του ΑΤΜ δικτύου.

Το VP προσδιορίζεται μόνο από το VPI πεδίο της κεφαλής του ATM cell, το VCI πεδίο αγνοείται.Από την πλευρά του δικτύου ένα ATM cell μπορεί να είναι είτε VP cell είτε VC cell. Εάν ένα cell που διασχίζει το δίκτυο είναι VP cell, τότε το δίκτυο προσέχει το VPI πεδίο της κεφαλής του cell, ενώ εάν είναι VC cell τότε το δίκτυο προσέχει το VCI πεδίο.

Δύο πλεονεκτήματα προέρχονται από τα VPs στο δίκτυο:

  • Ο δικτυακός χρήστης (end-user) μπορεί να διαχειριστεί κάποια ATM cells με ένα αποκλειστικό τρόπο ανεξάρτητα του δικτυακού παροχέα υπηρεσιών (service provider).
  • Στη περίπτωση που ο χρήστης μεταδίδει πληροφορία προς τον ίδιο προορισμό με την χρήση πολλών VCs, ο φόρτος του δικτύου μπορεί να μειωθεί εάν μεταφέρουμε αυτή την πληροφορία σε μία λογική μετάδοση παρά σε πολλές μεταδόσεις. Έτσι το VP εξαλείφει το βάρος της μεταγωγής των πολλών VCs.

Το πρακτικό κέρδος της χρήσης VPs σε ένα ΑΤΜ δίκτυο είναι η δυνατότητα συσσώρευσης των cells πολλών χρηστών για μεταφορά στο δίκτυο μέσα από μία φυσική σύνδεση με σήμα υψηλού ρυθμού (high rate signal).

Έτσι τα VPs παρέχουν ένα αποτελεσματικό τρόπο μεταφοράς πληροφορίας που κατευθύνεται στον ίδιο προορισμό. Επίσης τα VPs είναι χρήσιμα για μετάδοση πληροφορίας που απαιτεί σταθερά QoS (καθόλη την διάρκεια -απόσταση).

Virtual channels εντός Virtual paths

Το παρακάτω σχήμα δείχνει τη ροή της ΑΤΜ πληροφορίας σ’ένα δίκτυο κατά τη διάρκεια virtual channel μεταγωγής και virtual path μεταγωγής. Στη VC μεταγωγή προσοχή δίνεται στις μεμονωμένες συνδέσεις (καλώδια) και κατευθύνεται η πληροφορία ανάλογα, ενώ στη VP μεταγωγή το δίκτυο προσέχει συνολικά την μετάδοση.

Στη διαδικασία της δημιουργίας μιας σύνδεσης γίνεται απαραίτητη η χρήση των πρωτοκόλλων σηματοδοσίας. Παρακάτω θα αναφερθούν οι τύποι των πρωτοκόλλων σηματοδοσίας και το σχήμα της διευθυνσιοδότησης που χρησιμοποιείται στη πραγματοποίηση συνδέσεων σ’ένα ΑΤΜ δίκτυο.

Τα ΑΤΜ πρωτόκολλα σηματοδοσίας διαφέρουν ανάλογα με την σύνδεση την οποία υποστηρίζουν. Για παράδειγμα ένα ΑΤΜ δίκτυο μπορεί να περιλαμβάνει ένα ιδιωτικό δίκτυο ή ένα δημόσιο δίκτυο ή το συνδυασμό αυτών. Οι συνδέσεις που γίνονται σε τέτοιου είδους δίκτυα διαφέρουν οπότε διαφέρουν και οι μηχανισμοί διασύνδεσης.
Για το λόγο αυτό έχουμε:

1) UNI (User-to-Network Interface)—Το πρότυπο του ΑΤΜ Forum UNI3.0/3.1 καθορίζει το μηχανισμό διασύνδεσης (interface) μεταξύ μιας ΑΤΜ συσκευής (host, router) και ενός ΑΤΜ μεταγωγέα. Αυτός ο μηχανισμός διασύνδεσης χαρακτηρίζεται στα αγγλικά και ως “edge interface”. Μπορεί όμως να συνδέσει και δύο ΑΤΜ μεταγωγείς.Οι προδιαγραφές του UNI 3.1 βασίζονται στο Q.2931, ένα πρωτόκολλο που έχει αναπτύξει ο οργανισμός ITU-T.

2) NNI(Network-to-Network Interface)—Το NNI αναφέρεται στο μηχανισμό διασύνδεσης μεταξύ δύο ΑΤΜ μεταγωγέων που βρίσκονται ή σε ιδιωτικό δίκτυο ή σε δημόσιο δίκτυο.

3) P-NNI (Private or Public Network-to-Network Interface)—Το P-ΝΝΙ σχεδιαστεί ώστε να ικανοποιεί από μικρά δίκτυα με λίγους μεταγωγείς έως μεγάλα δίκτυα με χιλιάδες μεταγωγείς (Global ATM-Internet). Οι προδιαγραφές του ΑΤΜ Forum καθορίζουν δύο πρωτόκολλα:

  • P-NNI πρωτόκολλο σηματοδοσίας το οποίο αναμεταδίδει τις UNI αιτήσεις σύνδεσης μεταξύ μιας πηγής και ενός προορισμού.Δηλαδή μεταφράζει την UNI αίτηση σύνδεσης σε NNI για την μετάδοση της διαμέσου του δικτύου.
  • P-NNI πρωτόκολλο δρομολόγησης υποθετικού κυκλώματος (virtual circuit routing protocol). Αυτό το πρωτόκολλο δρομολογεί τις αιτήσεις για σύνδεση διαμέσου του ΑΤΜ δικτύου.

Το πρότυπο του P-NNI παρέχει διασύνδεση και σε ΑΤΜ μεταγωγείς μεταξύ ιδιωτικού με δημόσιου δικτύου.Γενικά ο σκοπός των ΑΤΜ πρωτοκόλλων σηματοδοσίας είναι η δημιουργία SVCs (Switched Virtual Connections) σ’ένα ΑΤΜ δίκτυο. Πρέπει ωστόσο να ειπωθεί ότι το ότι η πιο σημαντική συνεισφορά του UNI3.0/3.1 στο ΑΤΜ δίκτυο είναι η διευθυνσιοδότηση.

1.3.5 Διευθυνσιοδότηση ΑΤΜ

Κάθε πρωτόκολλο σηματοδοσίας χρειάζεται ένα σχήμα διευθυνσιοδότησης μέσω του οποίου θα εξακριβώνει την ταυτότητα της πηγής και του προορισμού μιας σύνδεσης. Ο οργανισμός ITU-T είχε καταλήξει στην χρησιμοποίηση του τηλεφωνικού αριθμητικού συστήματος Ε.164 σαν τη δομή διευθυνσιοδότησης για το δημόσιο δίκτυο B-ISDN. Όμως επειδή το Ε.164 είναι δημόσιος πόρος και δεν μπορεί να καταναλώνεται για ιδιωτικά δίκτυα το ΑΤΜ Forum προχώρησε στη δημιουργία διευθύνσεων ιδιωτικής χρήσης.Στη προσπάθεια του UNI3.0/3.1 για ανάπτυξη διευθύνσεων στα ιδιωτικά δίκτυα αξιολογήθηκαν δύο διαφορετικά μοντέλα διευθυνσιοδότησης το peer addressing model και το subnetwork or overlay addressing model. Επιλέχθηκε το δεύτερο γιατί δίνει τη δυνατότητα σε κάθε επίπεδο να αναπτύσσεται ανεξάρτητα των άλλων γεγονός πολύ σπουδαίο για την εξέλιξη του ΑΤΜ στο κατασκευαστικό και εμπορικό τομέα.Με την επιλογή του overlay μοντέλου το ATM Forum καθόρισε τη μορφή των ιδιωτικών διευθύνσεων οι οποίες βασίζονται στη NSAP (Network Service Access Point) διεύθυνση του OSI.

1.3.6 Διευθύνσεις Ιδιωτικού ΑΤΜ Δικτύου

Αρκετές μορφές διευθύνσεων έχουν οριστεί από το ATM Forum για την χρησιμοποίηση τους στα ιδιωτικά ΑΤΜ δίκτυα.

Τύποι διευθύνσεων

           



Όλοι οι τύποι NSAP ATM διευθύνσεων αποτελούνται από τρία συστατικά:

  1. AFI(Authority and Format Identifier) –Αναγνωρίζει το τύπο του IDI (Initial Domain Identifier)
  2. IDI –Αναγνωρίζει το καταμερισμό των διευθύνσεων και την αρχή διαχείρισης.
  3. DSP(Domain Specific Part) --Περιέχει την κυρίως πληροφορία δρομολόγησης.

Οι τρεις τύποι διευθύνσεων περιγράφονται περιληπτικά παρακάτω:

  1. DCC (Data Country Code)—Σε αυτό το τύπο το IDI είναι το DCC. Ένα DCC αντιστοιχεί σε κάποια συγκεκριμένη χώρα όπως έχει ορισθεί στο ISO 3166. Τα DCC τα διαχειρίζεται το ISO National Member Body για κάθε χώρα.
  2. ICD (International Code Designator)— Σε αυτό το τύπο το IDI είναι το ICD. Ένα ICD αντιστοιχεί σε κάποιο συγκεκριμένο διεθνή οργανισμό. Τα ICD κατανέμονται σύμφωνα με το ISO 6532.
  3. NSAP-Encoded E.164-- Σε αυτό το τύπο το IDI είναι ένας αριθμός Ε.164 ο οποίος μοιάζει στη λειτουργία με τους κοινούς αριθμούς τηλεφώνου.

Αυτές οι τρείς ιδιωτικές διευθύνσεις μπορούν να είναι συγκεκριμένες τοπικά σε μια χώρα ή μπορεί να είναι παγκοσμίως μοναδικές.

1.3.6.1 Διευθύνσεις Δημοσίου ΑΤΜ Δικτύου

Τα δημόσια ΑΤΜ δίκτυα χρησιμοποιούν χρησιμοποιούν Ε.164 διευθύνσεις όπως έχουν καθοριστεί από τον οργανισμό ITU-T. Τέτοιου είδους διευθύνσεις χρησιμοποιούν τα δημόσια τηλεφωνικά δίκτυα. Οι Ε.164 διευθύνσεις συνήθως δεν χρησιμοποιούνται στα ιδιωτικά δίκτυα ,όμως μπορεί να ενσωματωθεί μια Ε.164 διεύθυνση σε μορφή NSAP-Encoded για την χρήση της σε ιδιωτικό δίκτυο.

1.3.7 Ποιοτική Υπηρεσία (QuS)

Μία από τις βασικές λειτουργίες που γίνονται κατά την διάρκεια διευθέτησης της σύνδεσης μέσω των πρωτοκόλλων σηματοδοσίας είναι
η παροχή ποιοτικής υπηρεσίας QoS. Το ΑΤΜ δίκτυο παρέχει σε κάθε χρήστη του ποιοτική υπηρεσία εφόσον ο χρήστης κατά την διάρκεια διευθέτησης της σύνδεσης ενημερώσει το δίκτυο για τη φύση της πληροφορίας που θα σταλεί διαμέσου της σύνδεσης καθώς επίσης και για το QoS τύπο που απαιτεί η σύνδεση. Το πρώτο περιγράφεται με ένα σύνολο από παραμέτρους διακίνησης της πληροφορίας ενώ το δεύτερο καθορίζεται από ένα σύνολο με τις απαιτούμενες QoS παραμέτρους. Η πηγή της πληροφορίας πρέπει να ενημερώσει το δίκτυο κατά τη διάρκεια διευθέτησης της σύνδεσης για τη φύση της πληροφορίας και για το QoS τύπο κάθε κατεύθυνση της σύνδεσης ( οι παράμετροι μπορεί να είναι διαφορετικοί για κάθε κατεύθυνση).Τα ΑΤΜ δίκτυα προσφέρουν ένα συγκεκριμένο σύνολο από τάξεις υπηρεσιών και κατά τη διευθέτηση της σύνδεσης ο χρήστης πρέπει να απαιτήσει κάποια συγκεκριμένη τάξη υπηρεσίας από το δίκτυο για τη σύνδεση.

Οι τάξεις QoS όπως έχουν καθοριστεί από το ATM Forum για το πρωτόκολλο UNI 4.0 είναι οι εξής:

1)CBR (Continuous Bit Rate): Τα τελικά συστήματα χρησιμοποιούν CBR τύπου συνδέσεις μεταφέροντας πληροφορία με σταθερό bit rate και σταθερή χρονική σχέση μεταξύ των ποσοτήτων των δεδομένων. Χρησιμοποιείται συνήθως για circuit emulation.

2)VBR(RT) {Variable Bit Rate—Real Time}: Χρησιμοποιείται σε συνδέσεις που μεταφέρουν πληροφορία με μεταβλητό bit rate στις οποίες όμως υπάρχει σταθερή χρονική σχέση μεταξύ των ποσοτήτων των δεδομένων. Τέτοιου είδους συνδέσεις γίνονται σε εφαρμογές όπως μεταβλητού bit rate συμπιεσμένου video.

3)VBR(NRT) { Variable Bit Rate—Non Real Time}: Χρησιμοποιείται σε συνδέσεις που μεταφέρουν πληροφορία με μεταβλητό bit rate στις οποίες όμως δέν υπάρχει σταθερή χρονική σχέση μεταξύ των ποσοτήτων των δεδομένων αλλά υπάρχει ακόμα η απαίτηση για κάποια ποιοτική υπηρεσία. Αυτή η τάξη υπηρεσίας χρησιμοποιείται για το Frame Relay στη περίπτωση αντιστοίχησης του CIR (Committed Information Rate –του Frame Relay) σε εγγύηση για εύρος ζώνης μέσα σε ένα ΑΤΜ δίκτυο.

4)ABR{Available Bit Rate}: Όπως και η VBR(NRT) υπηρεσία έτσι και η ABR υποστηρίζει μετάδοση πληροφορίας με μεταβλητό bit rate χωρίς να υπάρχει κάποια χρονική σχέση μεταξύ της πηγής και του προορισμού των δεδομένων. Αντίθετα από τη VBR(NRT) υπηρεσία το ABR δεν παρέχει ούτε κάποιο εγγυημένο εύρος ζώνης στο χρήστη. Δίνει τη δυνατότητα όμως στο δίκτυο να παρέχει τη “καλύτερη δυνατή υπηρεσία” (best effort) κατά την οποία χρησιμοποιείται ανατροφοδότηση (μηχανισμοί ελέγχου ροής) για να αυξηθεί το εύρος ζώνης του χρήστη (the Allowed Cell Rate –ACR) όταν δεν υπάρχει συμφόρηση στο δίκτυο ή να για να μειωθεί το εύρος ζώνης του χρήστη όταν υπάρχει συμφόρηση.H ABR υπηρεσία σχεδιάστηκε για να μεταφέρει LAN πληροφορία διαμέσου των ΑΤΜ δικτύων, γιατί τα LAN πρωτόκολλα χρησιμοποιούν όσο το δυνατό περισσότερο διαθέσιμο εύρος ζώνης αλλά μπορούν να χρησιμοποιήσουν και λιγότερο σε περίπτωση συμφόρησης.

5)UBR {Unspecified Bit Rate}: Η UBR υπηρεσία δεν προσφέρει καμία εγγυημένη παροχή. Ο χρήστης μπορεί να στείλει οποιαδήποτε ποσότητα δεδομένων μέχρι ενός καθορισμένου μέγιστου. Το δίκτυο δεν παρέχει καμία εγγύηση για τη καθυστέρηση ή την απώλεια (cell loss rate) η οποία μπορεί να συμβεί κατά την μετάδοση. Το UBR αποτελεί τη λύση για την μεταφορά LAN πληροφορία διαμέσου των ΑΤΜ δικτύων μέχρι τη στιγμή τελειοποίησης της ABR υπηρεσίας.

Επειδή η UBR υπηρεσία δεν παρέχει κανένα μηχανισμό για έλεγχο της ροής της πληροφορίας ή κάποιο περιορισμό για την συμφόρηση, το βάρος αυτών των λειτουργιών αναλαμβάνεται από τους ΑΤΜ μεταγωγείς στους οποίους υπάρχουν εγκατεστημένοι μηχανισμοί για έλεγχο της συμφόρησης ή υποστηρίζουν επαρκή αποθήκευση δεδομένων ώστε να μην υπάρχει απώλεια στα ξαφνικά ξεσπάσματα σε ποσότητα πληροφορίας που παρουσιάζει το δικτυακό περιβάλλον ενός LAN.

1.4 Εξελιγμένα θέματα του ΑΤΜ

Ήδη στο χώρο των LAN και WAN δικτύων υπάρχουν πολλά πρωτόκολλα στο network και link επίπεδο τα οποία είναι ευρέως διαδεδομένα. Κλειδί για την επιτυχία του ΑΤΜ είναι το κατά πόσο θα μπορέσει να συνεργαστεί με αυτά έτσι ώστε να μην είναι απομονωμένα τα δίκτυα ΑΤΜ.Η διασύνδεση των δικτύων βασίζεται στη χρήση ίδιων πρωτοκόλλων του network επιπέδου όπως τα IP και IPX, αφού οι λειτουργίες του network επιπέδου παρέχουν στα ανώτερα επίπεδα και στις εφαρμογές μια ομοιόμορφη άποψη του δικτύου. Υπάρχουν δύο θεμελιώδης τρόποι για να λειτουργήσει ένα network πρωτόκολλο διαμέσου του ΑΤΜ δικτύου. Η λειτουργία native mode όπου απαιτείται μηχανισμός αντιστοιχίας των διευθύνσεων του network επιπέδου σε διευθύνσεις ΑΤΜ και κατόπιν μεταφέρονται τα πακέτα του network επιπέδου διαμέσου του ΑΤΜ δικτύου και μια εναλλακτική μέθοδος μεταφοράς πακέτων του network επιπέδου διαμέσου του ΑΤΜ δικτύου είναι η LANE (LAN Emulation).

1.4.1 LAN Emulation

Η λειτουργία του LANE πρωτοκόλλου είναι η μίμηση της λειτουργίας ενός τοπικού δικτύου LAN πάνω από ένα ΑΤΜ δίκτυο. Ειδικότερα το LANE καθορίζει μηχανισμούς μίμησης της λειτουργίας του IEEE 802.3 Ethernet ή του 802.5 Token Ring LAN.
Ουσιαστικά το LANE παρέχει στα ανώτερα επίπεδα την ίδια υπηρεσία που παρέχουν και τα LAN, ενσωματώνοντας τα δεδομένα που μεταφέρονται μέσα από το ΑΤΜ δίκτυο στη κατάλληλη μορφή των LAN MAC πακέτων. Σε καμία περίπτωση δεν γίνεται προσπάθεια μίμησης του πρωτοκόλλου πρόσβασης στο μέσο μετάδοσης του συγκεκριμένου LAN.(CSMA/CD για το
Ethernet ή Token passing για το 802.5)

Αξιοσημείωτο είναι ότι το LANE δεν έχει καμία επίδραση πάνω στους μεταγωγείς, λειτουργεί με τις καθιερωμένες διαδικασίες σηματοδοσίας του ΑΤΜ.Η βασική λειτουργία του LANE πρωτόκολλου είναι η μετατροπή των MAC διευθύνσεων σε ΑΤΜ διευθύνσεις. Πραγματοποιώντας αυτό ουσιαστικά παρέχεται ένα πρωτόκολλο MAC γέφυρας (bridging) για το ΑΤΜ σε συνεργασία με τους υπάρχοντες μεταγωγείς. Η κατάληξη είναι ότι όλες οι συσκευές που είναι σε σύνδεση με ένα ΕLAN (Emulated LAN) να φαίνονται ότι βρίσκονται σε ένα γεφυρωμένο τμήμα (bridged segment).Σε ένα ΑΤΜ LANE περιβάλλον οι ATM μεταγωγείς διαχειρίζονται την πληροφορία η οποία ανήκει στο ίδιο ELAN ενώ απαραίτητη είναι η χρήση δρομολογητών για την διαχείριση της πληροφορίας μεταξύ των ELAN.

1.4.2 Native Mode Πρωτόκολλα

Ένας άλλος τρόπος λειτουργίας των πρωτοκόλλων του network επιπέδου διαμέσου του ΑΤΜ δικτύου είναι τα native mode πρωτόκολλα.Όλα τα ήδη υπάρχοντα πρωτόκολλα του network επιπέδου μπορούν να εξελιχθούν κατά τέτοιο τρόπο ώστε να τρέχουν πάνω από το ΑΤΜ δίκτυο, αλλά σε αυτό που έχει γίνει εκτενής εργασία σε αυτό το θέμα είναι το IP.Ο κυρίως λόγος που έκανε απαραίτητη την χρήση των native mode πρωτοκόλλων αντί του LANE είναι ότι το τελευταίο δεν παρείχε QoS υπηρεσίες. Το LANE σκοπίμως κρύβει το ΑΤΜ από τα πρωτόκολλα του network επιπέδου και γι αυτό το λόγο δεν μπορούν να κάνουν χρήση των QoS χαρακτηριστικών του ATM. Ούτως ή άλλως τα σημερινά network πρωτόκολλα δεν έχουν την δυνατότητα να εκμεταλλευτούν τα QoS χαρακτηριστικά του ΑΤΜ γιατί έχουν σχεδιαστεί να παραδίδουν τα δεδομένα χωρίς εγγυήσεις αλλά με την καλύτερη προσπάθεια (best effort service). Όμως ο οργανισμός IETF έχει αναπτύξει μία ομάδα από εξελίξεις για το IP οι οποίες του δίνουν την δυνατότητα να ανταποκριθεί στις καινούργιες εφαρμογές (υπηρεσίες πολυμέσων). Αυτές οι εξελίξεις είναι πρωτόκολλα όπως το RSVP (Resource Reservation Protocol) ή το PIM (Protocol Independent Multicast) που δίνουν την δυνατότητα στο IP εκμεταλλευτεί και τα QoS χαρακτηριστικά του ΑΤΜ. Σοβαρή πρόοδος γίνεται και στην επόμενη γενιά του IP ,στο Ipv6 για την λειτουργία του πάνω από το δίκτυο ΑΤΜ.

Υποστήριξη QoS υπηρεσιών διαμέσου του Network Επιπέδου


1.4.3 ΜPOA - MULTIPROTOCOL OVER ATM

Παρά την πρόοδο που έχει γίνει στην υποστήριξη του IP πάνω από το ΑΤΜ (ως native mode πρωτόκολλο) είναι κοινή απαίτηση στο χώρο της παραγωγής η επιτάχυνση της εξέλιξης των native mode πρωτοκόλλων καθώς και η ενσωμάτωση στο ΑΤΜ και άλλων πρωτοκόλλων εκτός του IP. Για αυτούς τους λόγους το ΑΤΜ Forυm έφτιαξε μια ομάδα εργασίας για την ανάπτυξη των προδιαγραφών του MPOA.

Τρία διαφορετικά μοντέλα παρουσιάστηκαν για την λειτουργία του MPOA:

1)Peer Models: Παρουσιάζει ένα αλγοριθμικό τρόπο αντιστοιχίας των διευθύνσεων του network επιπέδου σε NSAP διευθύνσεις. Με το τρόπο αυτό δεν χρειάζεται κάποιο πρωτόκολλο να κάνει την αντιστοιχία των διευθύνσεων και οι αιτήσεις σηματοδοσίας που περιέχουν NSAP διευθύνσεις μπορούν να δρομολογούνται χρησιμοποιώντας το P-NNI πρωτόκολλο.

2)I-PNNI (Integrated P-NNI) Το I-PNNI μοντέλο προτείνει τη χρήση του P-NNI πρωτοκόλλου και για τους ΑΤΜ μεταγωγείς αλλά και για τους δρομολογητές πακέτων.

3)Κατανεμημένα πρωτόκολλα δρομολόγησης (Distributed Router Protocols)

Μία διαφορετική προσέγγιση για την υλοποίηση του MPOA έγινε στο τρίτο μοντέλο η οποία βασίστηκε στην πρόβλεψη ότι θα δημιουργηθεί καινούργια γενιά υποθετικών (virtual) LAN. Η πρώτη γενιά των υποθετικών LAN κτίστηκε πάνω στους μεταγωγείς που ενεργούσαν μέχρι το δεύτερο επίπεδο του OSI και το πρωτόκολλο που χρησιμοποιήθηκε ήταν το LANE. Αυτή η υλοποίηση παρουσιάζει δύο σοβαρά προβλήματα. Το ένα είναι ο συνωστισμός της ροής της πληροφορίας που δημιουργείται στο σημείο (το οποίο και το αποτελεί κάποιος router) διασύνδεσης μεταξύ δύο υποθετικών LAN. Το άλλο είναι η ανικανότητα του LANE ως προς την εκμετάλλευση των QoS υπηρεσιών του ΑΤΜ.

Για την λύση αυτών των προβλημάτων έρχεται επόμενη γενιά των LAN συστημάτων μεταγωγής τα οποία λειτουργούν μέχρι και το επίπεδο 3. Αυτοί οι μεταγωγείς δεν συμπεριφέρονται μόνο σαν απλές γέφυρες (bridges), δηλαδή να κάνουν μεταγωγή σε πακέτα βασιζόμενοι μόνο στη πληροφορία της MAC διεύθυνσης, αλλά μπορούν να κάνουν μεταγωγή σε πακέτα βασιζόμενοι στις διευθύνσεις του network επιπέδου και άλλης πληροφορίας ανωτέρων επιπέδων. Στην ουσία ένα σύστημα από μεταγωγείς τρίτου επιπέδου αποτελεί ένα κατανεμημένο δρομολογητή (router).

Ακόμα δεν είναι ξεκάθαρο ποιο μοντέλο θα ικανοποιήσει τις απαιτήσεις του μέλλοντος αφού και τα τρία παρέχουν λύσεις σε διαφορετικά προβλήματα όμως προς το παρόν δίνεται προσοχή στην ανάπτυξη των δύο άλλων μοντέλων έκτος του peer models.

Κεντρική Σελίδα